- καταπληκτικός
- -ή, -ό (AM καταπληκτικός, -ή, -όν) [κατάπληκτος]1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος2. τρομερός, φοβερός.επίρρ...καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς)νεοελλ.με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάντασταμσν.-αρχ.με κατάπληξη, με θαυμασμό.
Dictionary of Greek. 2013.