καταπληκτικός

καταπληκτικός
-ή, -ό (AM καταπληκτικός, -ή, -όν) [κατάπληκτος]
1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος
2. τρομερός, φοβερός.
επίρρ...
καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς)
νεοελλ.
με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα
μσν.-αρχ.
με κατάπληξη, με θαυμασμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπληκτικός — striking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προξενεί κατάπληξη: Είχε καταπληκτική ευφράδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπληκτικά — καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc pl καταπληκτικά̱ , καταπληκτικός striking fem nom/voc/acc dual καταπληκτικά̱ , καταπληκτικός striking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικώτερον — καταπληκτικός striking adverbial comp καταπληκτικός striking masc acc comp sg καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικῶν — καταπληκτικός striking fem gen pl καταπληκτικός striking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικόν — καταπληκτικός striking masc acc sg καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικώτατα — καταπληκτικός striking adverbial superl καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικώτατον — καταπληκτικός striking masc acc superl sg καταπληκτικός striking neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικαῖς — καταπληκτικός striking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικαί — καταπληκτικός striking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”